Παρνασίας

Παρνασίας
Παρνασίᾱς , Παρνάσιος
lon
fem acc pl
Παρνασίᾱς , Παρνάσιος
lon
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • Παρνασ(σ)ίς — ἡ, Α παρνασιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. Παγασ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • Παρνασιάδες — Παρνᾱσιάδες , Παρνάσιος lon fem nom/voc pl Παρνασιάς lon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”